φιλοχρηματιστής

φιλοχρηματιστής
ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με συγκέντρωση χρημάτων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοχρηματιστής — fond of moneymaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματισταί — φιλοχρηματιστής fond of moneymaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματιστικώς — Α επίρρ. κατά τον τρόπο τών φιλοχρηματιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλοχρηματιστής, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φιλοχρηματιστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”